- ληνοῖς
- ληνόςanything shaped like a tubmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθλίβω — (AM ἐνθλίβω) [θλίβω] πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ μσν. 1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.) 2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι αρχ. παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
στρύμοξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξύλον μεμηχανημένον ἐν τοῑς ληνοῑς πρὸς τὴν τῶν σταφυλῶν ἔκθλιψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σιληνοῖς — σῑληνοῖς , σῑληνός a figure of Silenus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)